διαπόρημα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A vexed question, Id.APo.93b20 (pl.), al.
II restlessness, Hp.Acut.42.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 cuestión problemática, problema ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς διαπορήμασιν εἴπομεν Arist.APo.93b20, cf. Metaph.1053b10, 1076b1, 1086b15, Περὶ τῶν ἁπλῶν διαπορημάτων tít. de una obra de Teofrasto, D.L.5.46, ἐπὶ τῆς ἐρωτήσεως ... καὶ διαπορήματος Alex.Fig.1.2, ἅπερ ἐν τοῖς διαπορήμασιν ἐπήλθομεν Alex.Aphr.in Metaph.729.1, cf. Mich.in PA 108.8.
2 inquietud Hp.Acut.42.

German (Pape)

[Seite 597] τό, der Zweifel, Arist. Anal. post. 2, 8; Angst, Hippocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπόρημα -ατος, τό [διαπορέω] geneesk. onrust.

Russian (Dvoretsky)

διαπόρημα: ατος τό недоумение, тж. затруднение, трудность Arst.

Greek (Liddell-Scott)

διαπόρημα: τό, ἀμφιβολία, δυσκολία, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 8, 8, κτλ. ΙΙ. ἀνησυχία, Ἱππ. Ὀξ. 391.

Greek Monolingual

το (Α διαπόρημα) διαπορώ
απορία, αμφιβολία, αμφιταλάντευση
αρχ.
ανησυχία, αδημονία.