Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαπορώ

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

διαπορῶ, -έω (AM) απορώ
1. βρίσκομαι σε αμηχανία, αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω
2. (μέσ. απρόσ.) διαπορείται
τίθεται το ερώτημα, διατυπώνεται ή υπάρχει η απορία
αρχ.
1. έχω ανάγκη ή έλλειψη
2. ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, ψάχνω.