διασταυρώνω

Greek Monolingual

(AM διασταυρῶ, -όω)
νεοελλ.
1. τοποθετώ αντικείμενα ώστε να σχηματίζουν σταυρό
2. φρ. α) «διασταύρωσαν τα ξίφη» — μονομάχησαν
β) «διασταυρώνω πληροφορίες, απόψεις κ.λπ.» — μαθαίνω και συγκρίνω
γ) «διασταυρώνονται δρόμοι, γραμμές κ.λπ.» — τέμνονται και σχηματίζουν ορθή ή περίπου ορθή γωνία
δ) «διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους» — κοίταξαν για λίγο ο ένας τον άλλο, ενώ ακολουθούσαν αντίθετη πορεία ή κάθονταν αντικριστά
αρχ.
οχυρώνω με σταύρωμα, με τάφρο.