διαστρέβλωση

Greek Monolingual

η (AM διαστρέβλωσις)
διαστρεβλώ
1. η αλλοίωση που προέρχεται από στρέβλωση, παραμόρφωση
2. παραποίηση, τροποποίησηδιαστρέβλωση λόγων»).