στρέβλωση
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
η / στρέβλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[στρεβλῶ, -ώνω]]
η ενέργεια του στρεβλώνω, συστροφή
νεοελλ.
1. εξάρθρωση
2. μτφ. παραποίηση, διαστρέβλωση
μσν.
μτφ. ηθική διαστροφή
αρχ.
βασανιστήριο με τη χρήση στρέβλης.