διατροχάζω

English (LSJ)

of a horse, trot, X.Eq.7.11; of a person, ride to and fro, App.BC4.125; also, hasten, ἐπί, ἐς.., ib.1.69, 5.105: abs., bustle about, Eun.VSp.463 B.

Spanish (DGE)

1 ir al trote X.Eq.7.11
de ejércitos dirigirse a marchas forzadas ἐπὶ τὰς ἀγχοῦ τῆς Ῥώμης πόλεις App.BC 1.69, cf. 5.105
gener. apresurarse πρὸς τὴν ὑπηρεσίαν παρεσκευάζετο, καὶ διετρόχαζεν Eun.VS 463
andar deprisa γυμνοὶ διατροχάζουσιν síntoma de enfermedad, Gal.19.569.
2 cabalgar de un lado a otro App.BC 4.125.

German (Pape)

[Seite 608] traben; τὸν αὐτοφυῆ δρόμον Xen. re equ. 7, 11.

French (Bailly abrégé)

aller au trot.
Étymologie: διά, τροχάζω.

Russian (Dvoretsky)

διατροχάζω: идти рысью Xen.

Greek (Liddell-Scott)

διατροχάζω: μέλλ. -άσω, ἐπὶ ἵππου, τριποδίζω, Ξεν. Ἱππ. 17,11.

Greek Monolingual

διατροχάζω, (Α) τροχάζω
1. (για άλογα) τριποδίζω, καλπάζω
2. (για πρόσωπα) τρέχω έφιππος εδώ κι εκεί
3. σπεύδω, ορμώ
4. κινούμαι με θόρυβο τριγύρω.

Greek Monotonic

διατροχάζω: μέλ. -άσω, λέγεται για άλογο, τρέχω με μικρά βήματα, καλπάζω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. άσω
of a horse, to trot, Xen.