διεκπνοή

English (LSJ)

ἡ,
A exhalation, Thphr. CP 4.12.12; πυρός Placit.2.24.2.
II ventilation-hole, Ph.Bel.87.4 (pl.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 evaporación de los fluidos internos del fruto, Thphr.CP 4.12.12
exhalación τοῦ πυρός Placit.2.24.2.
2 concr. respiradero, hueco de ventilación Ph.Mech.87.4.

German (Pape)

[Seite 618] ἡ, das Aushauchen, Ausdünsten, Theophr. u. Plut.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
souffle à travers.
Étymologie: διά, ἐκπνέω.

Russian (Dvoretsky)

διεκπνοή: ἡ выдувание: ἡ τοῦ πυρὸς δ. Plut. выход (для) огня.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπνοή: ἡ, τὸ ἐκπνεῖν, ἐξάτμισις, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 12, 12.

Greek Monolingual

η (Α διεκπνοή) διεκπνέω
εκπνοή, εξάτμιση
νεοελλ.
τρύπα απ’ όπου γίνεται η εκπνοή, άνοιγμα για την έξοδο ατμού ή αερίου.