διερμηνέας
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που εξηγεί, μεταδίδει λόγο ή διάθεση κάποιου με ακρίβεια («διερμηνέας της κοινής γνώμης»)
2. αυτός που βοηθά αλλόγλωσσους να συνεννοηθούν μεταφράζοντας όσα λέει ο ένας στη γλώσσα του άλλου
3. γεν. μεσάζοντας, μεσολαβητής
4. «μέγας διερμηνέας» υψηλό αξίωμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. interpreter. Η λ. διερμηνεύς μαρτυρείται από το 1819 στον Νικόλ. Μουρούζη].