διετής
English (LSJ)
διετές, or διέτης, ες,
A of two years or lasting two years, χρόνος Hdt.2.2, etc.; κύησις Arist. GA777b15, etc.; ἀρξάμενος ἀπὸ διετοῦς Id.HA500a11; ἐπὶ διετὲς ἡβᾶν to be two years past puberty, Is.10.12, Aeschin.3.122, Lexap.D.46.20.
II two years old, Arist.HA545b11.
III = διετήσιος (lasting through the year), Hsch.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): διέτης Hdt.2.2, Is.10.12, Aeschin.3.122, Lex en D.46.20, Plu.Cor.26
1 que dura dos años δ. χρόνος ἐγεγόνεε habían pasado dos años Hdt.l.c., μετὰ διετῆ χρόνον LXX 2Ma.10.3, διετῆ χρόνον ἐπολιορκήθησαν Str.5.2.6, εἰς τὸν διετῆ χρόνον PAmh.87.28 (II d.C.), ἱερασαμένην ἐνδόξως ... διετεῖ χρόνῳ IP 525.12 (III d.C.), cf. IG 5(1).1145.16 (I a.C.), διετοῦς χρόνου διικνουμένου Longus 1.4.1, cf. I.AI 2.74, ἡ κύησις Arist.GA 777b15, σπονδαί Plu.l.c., D.H.8.2
•neutr. subst. período de dos años ἐπὶ δίετες ἡβᾶν sobrepasar dos años la edad de la pubertad Is.l.c., Aeschin.l.c., Lex en D.l.c., ἀποβάλλει δὲ τὰ κέρατα ... ἔλαφος κατ' ἔτος, ἀρξάμενος ἀπὸ διετοῦς el ciervo pierde los cuernos anualmente a partir de los dos años Arist.HA 500a11, πάντες οἱ παῖδες ... ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω Eu.Matt.2.16.
2 de anim. y pers. que ha cumplido dos años, de dos años de edad ἵππος δ' ὀχεύειν ἄρχεται δ. Arist.HA 545b11, cf. 611a32, σῦς IG 5(1).1390.69 (Andania I a.C.), οἶς SEG 27.910 (Licia), οἱ μόσχοι Gp.17.8.2, Κόραξ AP 7.632 (Diod.), βρέφος FD 6.39.11 (I d.C.), cf. Gal.1.591, Parth.8.2
•tb. de plantas δένδρον Thphr.HP 2.6.3, νέαι (ἄμπελοι) μὲν διετεῖς ἐκφέρουσιν ἤδη καρπόν Str.11.4.3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui dure deux ans : ἐπὶ διετὲς ἡβᾶν ESCHN dépasser de deux ans l'âge de l'adolescence, càd avoir 18 ans.
Étymologie: δίς, ἔτος.
German (Pape)
ές, oder nach Choerob. B.A. 1375 διέτης wie bei Her. steht; bei Isae. und Dem. ἐπὶ δίετες, bei Harp. ἐπιδιετές; zweijährig; χρόνος, Her. 2.2; Folgde: ἐπὶ διετὲς ἡβᾶν, Isae. 8.31; im Gesetze bei Dem. 46.20, 24; nach B.A. 255 τὸ γενέσθαι ἐτῶν ὀκτωκαίδεκα, also 2 Jahre über die Mannbarkeit (ἥβη = 16 Jahre) hinaus sein, der att. Ausdruck für »mündig werden«; vgl. Harp. p. 79.
Russian (Dvoretsky)
διετής: или διέτης 2
1 двухлетний (χρόνος Her.): ἐπὶ διετὲς ἡβᾶν Aeschin., Dem. на два года превысить юношеский возраст (т. е. достигнуть 18 лет);
2 двухгодовалый (ἔλαφος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διετής: ές ἢ διέτης, ες, ὁ διαρκῶν ἐπὶ δύο ἔτη, χρόνος Ἡρόδ. 2. 2· κύησις Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 4. 10, 4, κτλ.· -διετές, τό, Λατ. biennium, ἀπὸ διετοῦς ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 2. 1· ἐπὶ διετές (οὐχὶ ἐπιδίετες, ἀλλά τινες ἐπὶ δίετες) ἡβᾶν, ἔχω περάσει κατὰ δύο ἔτη τὴν ἡβικὴν ἡλικίαν, Ἰσαῖ. 72. 17., 80. 45, Αἰσχίν. 70. 44, Νόμ. παρὰ Δημ. 1135. 4, κτλ. («τό γενέσθαι ἐτῶν ὀκτωκαίδεκα» Β. Α. 255), πρβλ. Clinton F. H. 2. 350 n. ΙΙ. δύο ἐτῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 37., 5. 14, 14. -Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε ἐν λ. δεκαετής.
English (Strong)
English (Thayer)
διετες (δίς and ἔτος) (from Herodotus down), of two years, two years old: ἀπό διετοῦς namely, παιδός, διετοῦς here as neuter; see Meyer).
Greek Monolingual
-ές (AM διετής, -ές
Α και διέτης, -ες)
1. αυτός που διαρκεί δύο χρόνια
2. αυτός που έχει ηλικία δύο ετών
νεοελλ.
«διετής μαθητής» — αυτός που φοιτά για δεύτερη χρονιά στην ίδια τάξη
αρχ.
διετήσιος.
Greek Monotonic
διετής: -ές ή δι-έτης, -ες (ἔτος), αυτός που διαρκεί δύο χρόνια, σε Ηρόδ.· διετές, τό, Λατ. biennium, ἐπὶ διετὲς ἡβᾶν, βρίσκομαι δύο χρόνια μετά την εφηβική ηλικία, σε Αισχίν.
Middle Liddell
δι-ετής, ές adj adj ἔτος
of or lasting two years, Hdt.:— διετές, Lat. biennium, ἐπὶ διετὲς ἡβᾶν to be two years past puberty, Aeschin.
Chinese
原文音譯:diet»j 笛-誒帖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:二-年
字義溯源:兩年的時間,兩歲;由(δίς)=兩次)與(ἔτος)*=年)組成;而 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 兩歲(1) 太2:16
Mantoulidis Etymological
Σύνθετο ἀπό τό δίς + ἔτος.