δικασπολία

English (LSJ)

ἡ,
A judgement, Hymn.Is.36, Man.2.261, Coluth.12, AP11.376 (Agath.): pl., IG14.1363, Inscr.Magn.202.2.
II office of a judge, Orph.A. 381, Q.S.5.172.

Spanish (DGE)

(δῐκασπολία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Q.S.5.172, Man.2.261, Colluth.12
1 juicio ὄφρα δορυκτήτοισι δικασπολίην ὀπάσωμεν Q.S.l.c., δικασπολίῃσι μέλοντα JRCil.2.49.5 (II d.C.), cf. Q.S.5.176, IUrb.Rom.1149.2 (IV d.C.), Man.l.c., Colluth.l.c., AP 5.274 (Paul.Sil.), 7.334, 11.376 (Agath.), IM 202.2 (IV/V d.C.).
2 justicia ἅδε δικασπολίᾳ ῥώμαν πόρον Hymn.Is.36 (Andros), ὅς ῥα δικασπολίῃ μέλεται Orph.A.381, cf. AP 9.705, TAM 3(1).103 (Termeso, imper.), IEphesos 1305.A (V d.C.), ὑπὸ Χαλδαίοισι δικασπολίαισιν ἁλώσας de Cristo, Orác. en Lact.Inst.4.13.11.
3 función de juez Lyd.Mag.3.37.

German (Pape)

[Seite 628] ἡ, das Richten, Rechtsprechen; πᾶσι δικασπολίας ἀναφαίνειν Orph. Arg. 379; Agath. 67 (XI, 376); Coluth. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκασπολία: ἡ, δίκη, κρίσις, Ὀρφ. Ἀργ. 379, Κόλουθ. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6203· ἐν τῷ πληθ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 647.2

Greek Monolingual

δικασπολία, η (Α) δικασπόλος
1. δικαστική απόφαση
2. κρίση, δίκη
3. το επάγγελμα του δικαστή.