δικασπόλος

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκασπόλος Medium diacritics: δικασπόλος Low diacritics: δικασπόλος Capitals: ΔΙΚΑΣΠΟΛΟΣ
Transliteration A: dikaspólos Transliteration B: dikaspolos Transliteration C: dikaspolos Beta Code: dikaspo/los

English (LSJ)

ὁ, (cf. τελέω) one who gives law, judge, Il.1.238, Phoen.1.7; fem., Orph.H.69.11: as adjective, δ. ἄνδρα Od.11.186; σκῆπτρον δ. A.R.4.1178; δ. χρόνος Maiist.52.

Spanish (DGE)

(δῐκασπόλος) -ου, ὁ 1 juez, Il.1.238, Call.Iou.3, D.H.5.74, IKPolis 75.6, IKais.Lyk.306.9 (ambas imper.), Phoen.1.7, Colluth.289, AP 7.573 (Leont.), 11.376 (Agath.), Orac.Sib.11.29, fem., Orph.H.69.15.
2 como adj. dispensador de justicia, servidor de la justicia ἀνήρ Od.11.186, frec. como epít. honoríf. ref. a gobernadores o funcionarios imperiales SEG 36.1098.4 (Sardes, biz.), 1198.14 (Hierápolis IV d.C.), Hell.4.56 (Samos IV d.C.), AP 8.108 (Gr.Naz.), cf. IMEG 61.1 (IV/V d.C.), en enálage σκῆπτρον A.R.4.1178, δ. χρόνος tiempo de rendir justicia Maiist.81.
• Etimología: Comp. de δίκη q.u. y -πολος < *kol-, cf. πέλομαι. La -σ- puede deberse a que el primer término va en ac. (sería un yuxtapuesto) o a la analogía de δικασ-τής y otros comp. sobre δικάζω.

German (Pape)

[Seite 628] wer sich mit dem Recht u. den Processen beschäftigt, Rechtspfleger, Richter; Homer zweimal, von Königen: Iliad. 1, 238 νῦν αὖτέ μιν (σκῆπτρον) υἷες Ἁχαιῶν ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται; Odyss. 11, 186 δαῖτας ἐίσας δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ' ἀλεγύνειν. – Sp. D. Callim. Iov. 3; σκῆπτρον δ. Ap. Rh. 4, 1178; Phoenix Coloph. Ath. XII, 530 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rend la justice.
Étymologie: δίκη, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

δῐκασπόλος:творящий суд, судья Hom.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκασπόλος: ὁ, (πολέω) ὁ ἐφαρμόζων τὸν νόμον, δικαστής, Ἰλ. Α.238, Ὀδ. λ.186· θηλ., Ὀρφ. Ὕμν. 68.11· -ὡς ἐπίθ., σκῆπτρον δ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ.1178· δικασπολεῖα, τά, Μ. Ἀκομ. σ. 352,2, (Λεξ. Κουμ.).

Greek Monolingual

δικασπόλος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που απονέμει το δίκαιο, ο δικαστής
2. φρ. «δικασπόλον σκῆπτρον» — σκήπτρο, σύμβολο δικαστικής εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικός τ. που απαντά και στους μτγν. ποιητές. Η λ. παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό προς τα αι-πόλος, βου-κόλος, με τη διαφορά ότι ως α' συνθετικό χρησιμοποιήθηκε η λ. δίκη στην αιτ. πληθ. (δίκας) για άγνωστο λόγο. Πιθ. ο πληθ. είχε κάποια σημασιολογική απόχρωση η οποία δεν ήταν δυνατό να αποδοθεί με τον ενικό].

Greek Monotonic

δῐκασπόλος: ὁ (πολέω), αυτός που εφαρμόζει το νόμο, δικαστής, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: judge (Il.).
Derivatives: Rare and late δικασπολία and δικασπολέω.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Formation like αἰπόλος, βουκόλος (s. vv.), but here with acc. pl. as first member. Why we have a case form here, is unclear. "Oder hatte der Plural eine besondere konkrete Sinnfärbung, die dem Singular nicht eignete?" (Frisk) - After δικασπόλος (not vice versa with Bechtel Lex.) is δικασκόπος Mytilene, Kyme, IV-IIIa). - The analysis δικα-σπόλος connected with Goth. spillon proclaim etc. (Lagercrantz Mélanges Boisacq 2, 59) has no support in Greek.
See also: s. δίκη

Middle Liddell

δῐκασ-πόλος, ὁ, n πολέω
one who administers law, a judge, Hom.

Frisk Etymology German

δικασπόλος: {dikaspólos}
Grammar: m.
Meaning: Rechtsverwalter, Richter (ep. poet. seit Il.).
Derivative: Davon die seltenen und späten δικασπολία und δικασπολέω.
Etymology: Bildung wie αἰπόλος, βουκόλος (s. dd.), jedoch mit dem Unterschied, daß hier der Akk. pl. als Vorderglied zu dienen scheint. Der Grund, weshalb eine Kasusform des Plurals für den Stamm eintrat, ist allerdings nicht bekannt. Oder hatte der Plural eine besondere konkrete Sinnfärbung, die dem Singular nicht eignete? — Eine Analogiebildung nach δικασπόλος (nicht umgekehrt mit Bechtel Lex.) ist δικασκόπος Mytilene, Kyme, IV-IIIa). — Die Zerlegung δικασπόλος mit Anknüpfung an got. spillon verkünden usw. (Lagercrantz Mélanges Boisacq 2, 59) hat innerhalb des Griechischen keine Stütze.
Page 1,392