διώρυγα

Greek Monolingual

η (AM διῶρυξ, ο, η)
μεγάλο τεχνητό αυλάκι συνήθως πλωτό για την παροχέτευση υδάτων ή την αποκατάσταση της συγκοινωνίας μεταξύ θαλασσών ή ποταμών, κανάλι
αρχ.
«κρυπτὴ διῶρυξ» — υπόγεια διάβαση.