δυόσμος

Greek Monolingual

η ονομασία της αρωματικής πόας Μέντα η πιπερώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ηδύοσμος με αποβολή του αρχικού -η- (πρβλ. ηγούμενος-γούμενος, ημερώνω-μερώνω, υβρίζω-βρίζω.