είσδυση
Greek Monolingual
η (Α εἴσδυσις)
το να εισδύσει, να μπει κάποιος ή κάτι κάπου
νεοελλ.
φρ. «δοκιμές εισδύσεως» — προσδιορισμός της σκληρότητας ασφάλτου ή άλλου ανθεκτικού υλικού με μέτρηση σε δέκατα χιλιοστομέτρου του βάθους στο οποίο έφθασε βελόνα διαμέτρου ενός χιλιοστομέτρου
αρχ.
το σημείο απ' όπου μπορεί να εισδύσει κανείς, δίοδος.