εγγύτατος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐγγύτατος, -η, -ον)
(υπερθ. του εγγύς) (για τόπο) πλησιέστατος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η εγγυτάτη
«στη μπουρίνα» ή «στα όρτσα», ιστιοδρομία με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης του ανέμου στα ιστία.