μπουρίνα
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
η (Μ μπουρίνα και μπορίνα)
ναυτ.
1. σχοινί με το οποίο πλαγιάζουν τα τετράγωνα ιστία τών ιστιοφόρων, για να δέχονται τον αντίθετο άνεμο, αλλ. πλαγιαστήρας
2. φρ. «αρμενίζω τόκα μπουρίνα» ή «αρμενίζω στην (τόκα) μπουρίνα» — πλέω την εγγυτάτη ιστιοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. burina «πλαγιαστήρας»].