εγκέφαλος

Greek Monolingual

ο (Μ ἐγκέφαλος, ο
Α ἐγκέφαλος, -ον)
το αρσ. ως ουσ.
1. το κεντρικό όργανο του νευρικού συστήματος που βρίσκεται μέσα στο κρανίο
2. σύνεση, εξυπνάδα
νεοελλ.
1. ο κύριος οργανωτής, αυτός που κατευθύνει μια επιχείρηση ή μια ενέργεια («ο εγκέφαλος της ληστείας»)
2. το μάτι, ο οφθαλμός τών φυτών στην κορυφή του κλαδιού
αρχ.
1. η ψίχα στους βλαστούς τών φοινίκων
2. φρ. «Διὸς ἐγκέφαλος» — σπάνια, πανάκριβη τροφή.