ἐδωδή, η (Α)1. τροφή, φαγητό2. γεύμα3. το να τρώει ή να μπορεί να φάει κάποιος4. το δόλωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. < έδω, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αγωγή)].