Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ειδήμονας
Greek Monolingual
ο και ειδήμων, ο, η (Α εἰδήμων, -ον) αυτός που έχει γνώση, έμπειρος, γνώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από την απαθή βαθμίδα της ρίζας weid- «γνωρίζω», η οποία εμφανίζεται στον παρακμ. οίδα].