οίδα

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

(ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα)
1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα», Ομ. Ιλ.
β. «ἴστω ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ ἀποθανών», Ηρόδ.)
2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» — ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω
β) «οὐκ οἴδασι τί ποιοῦσι» — δεν ξέρουν τί κάνουν
γ) «οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» — δεν τον γνωρίζω καθόλου, δεν μπορώ να πω κάτι γι' αυτόν
νεοελλ.
φρ. α) «τίς οίδε;» — ποιος ξέρει, είναι άγνωστο
β) «Κύριος οίδε» — ο Θεός μόνο γνωρίζει
μσν.-αρχ.
αναγνωρίζω κάτι ως αποδεκτό, αποδέχομαι
αρχ.
1. συχνά στον Όμ. με επίθ. πληθ. ουδ. γένους, όπως πεπνυμένα, κεχαρισμένα, φίλα, ἄρτια, ἤπια, κεδνά, ἀθεμίστια, για δήλωση χαρακτήρα ή διάθεσης («εἴ μοι ἤπια εἰδείη», Ομ. Ιλ.)
2. μπορώ, έχω την δύναμη, είμαι ικανός να πράξω κάτικάλλιον οὐδεὶς οἶδε προσφωνεῖν φίλους», Ευρ.)
3. μαθαίνω («ἵν' εἰδη μὴ πὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψηλὸς εἶναι, Ευρ.)
4. παρατηρώ
5. (το αρσ. της μτχ.) εἰδώς
γνώστης, ειδήμων («τόξων εὖ εἰδώς», Ομ. Ιλ.)
6. φρ. α) «χάριν οἶδά τινι» — χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον, είμαι ευγνώμων
β) (καθ' έλξη με γεν. πληθ. της αναφ. αντων. ὄς, στις φρ.) «ὧν ἴσμεν» ή «ὧν ἴδμεν» — καθ' όσον γνωρίζουμε, από όσα γνωρίζουμε («πρῶτος ὧν ἡμεῖς ἴδμεν», Ηρόδ.)
γ) (προστ.) «ἴστω»
(σε επίκληση) ας γνωρίζει, ας είναι μάρτυρας
δ) «οὐκ οἶδ' εἰ» — δεν γνωρίζω κατά πόσον
ε) «οὐκ οἶδ' εἴ τις ἄλλος» — ίσως κανένας άλλος
στ) «οἶδ' ὅτι» και «ἴσθ' οτι» και «εὖ οἶδα ὅτι»
(ελλειπτικώς) (ως επίρρ.) το ξέρω αυτό, βεβαίως, ασφαλώς, βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. με σημ. ενεστ. του ρήματος εἴδω / εἴδομαι «βλέπω, παρατηρώ». Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα woid- της ΙΕ ρίζας weid- με σημ. «βλέπω» (πρβλ. εἴδον < έ-Fıδ-, αορ. β' του ὁρῶ από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας), αλλά και «γνωρίζω, ξέρω». Η δεύτερη σημ. της ρίζας προέκυψε ακριβώς από τον παρακμ. οἶδα «έχω δει», άρα «γνωρίζω, ξέρω». Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας ανάγονται ο ενεστ. εἴδω και η λ. εἶδος, ενώ στη μηδενισμένη βαθμίδα, εκτός από τον αόρ. εἶδον, τα παράγωγα του οἶδα: ἵστωρ(> ιστορία), ἴδρις, το ρ. ἰνδάλλομαι και το ουσ. νῆις. To (F)oĩδa αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. veda, το β' εν. οἶσθα με αρχ. ινδ. vettha, ενώ το α' πληθ. ἴδμεν με αρχ. ινδ. vidma. To ρ. επίσης συνδέεται με γοτθ. wait (πρβλ. αγγλ. wise «σοφός»), αρχ. σλαβ. vede και λατ. vidi, ενεργ. παρακμ. του video. Στη Λατινική, εξάλλου, μαρτυρείται τ. ενεστ. video «βλέπω», που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τή ρίζας, τ. που δεν μαρτυρείται στην Ελληνική. Η κλίση του οἶδα στην αττική διάλεκτο εμφανίζει μεγάλη μεταπτωτική ποικιλία ανά αριθμό και έγκλιση. Το β' εν. της ορστ. οἶσθα < Foiδ-θα < woid-tha (πρβλ. ἦσθα, β' εν. του εἰμί) και το γ' εν. οἶδε σχηματίστηκαν από την ετεροιωμένη βαθμίδα, ενώ ο πληθ. της ορστ., ἴσμεν, ἴστε, ἴσασι, από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ιδ-). To β' πληθ. ἴστε προέρχεται φωνητικά από Fιδ-τε, ενώ το α' πληθ. ἴσμεν και το γ' πληθ. ἴσασι έχουν -σ- κατ' αναλογία προς το β' πληθ. Ο αναμενόμενος πάντως τ. α' πληθ. ἴδμεν μαρτυρείται στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο. Η ανώμαλη αυτή κλίση απλοποιήθηκε στις άλλες διαλέκτους. Η ιωνική διάλεκτος γενίκευσε το θέμα με τον φωνηεντισμό -ο- (οἶδας, οἴδαμεν, οἴδατε, οἴδασι), τ. που χρησιμοποίησε αργότερα και η Κοινή. Στην προστ. όλοι οι τ. ἴσθι, ἴστω, ἴστε, ἴστων ερμηνεύονται φωνητικά με βάση τη μηδενισμένη βαθμίδα (F)ıδ-. Η υποτακτ. του οἶδα έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα (F)ειδ- με συνηρημένη μορφή (εἰδῶ, εἰδῇς, εἰδῇ κ.λπ.) και ανάγεται πιθ. σε θ. ειδ- (πρβλ. μέλλ. εἰδήσω) με βράχυνση του -η-. Από θ. (F)ειό- με παρέκταση -ε- (πιθ. < θ. ειδη-) έχει σχηματιστεί και η ευκτ. εἰδείην, εἰδείης κ.λπ. Στο απρμφ. η επική γλώσσα γνωρίζει μόνον τ. με μηδενισμένη βαθμίδα: ἴδμεναι και ἴδμεν
ο ιων. αττ. τ. εἰδέναι φαίνεται ότι είναι νεωτερισμός. Η μτχ. εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδώς ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ρίζας, ενώ η ομηρική γλώσσα παρουσιάζει τ. θηλυκού (F)ιδυῖα από τη μηδενισμένη βαθμίδα. Πρόβλημα παρουσιάζει, τέλος, η κλίση του υπερσ. με σημ. παρατ. ᾔδη, ᾔδησθα, ᾔδη, ᾔδεμεν, ᾔδετε, ᾔδεσαν και στη νέα αττ. ᾔδειν, ᾔδεις, ᾔδει κ.λπ. Αρχαιότερος τ. θεωρείται το γ' εν. πρόσωπο ᾔδη, που ανάγεται στο θ. είδη- του μέλλ. είδήσω, ενώ ο πληθ. ᾔδε- δίνει την εντύπωση ότι οφείλεται σε μετάπτωση ᾐδη
/ ᾐδε-, αλλά η καταγωγή του συστήματος παραμένει ανεξήγητη: αποτελεί δημιουργία της ελληνικής γλώσσας και είναι παρακινδυνευμένο να αναζητηθεί ινδοευρωπαϊκή προέλευση. Σημασιολογικά το ρ. οἶδα καλύπτει τη σημ. του ἐπίσταμαι, αλλά διαφέρει στο ότι το ρ. οἶδα εκφράζει γνώση γενική και θεωρητική, ενώ το ρ. ἐπίσταμαι γνώση που στηρίζεται αποκλειστικά σε πρακτικά δεδομένα, σε παρατήρηση και εφαρμογή. Θα λέγαμε ότι το οἶδα εκφράζει σημασιολογικά και τα δύο μαζί γνωστικά ρήματα, το ἐπίσταμαι και το γιγνώσκω. Στη Νεοελληνική με τη σημ. του οἶδα χρησιμοποιούνται τα ρ. γνωρίζω και ξέρω].