ειδεχθής

Greek Monolingual

-ές (Α εἰδεχθής, -ές)
ο αποκρουστικός στην όψη («ειδεχθής κακούργος», «ειδεχθές έγκλημα»)
αρχ.
σάπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + -εχθής < έχθος].