ειρωνεύομαι
Greek Monolingual
(AM εἰρωνεύομαι)
1. κοροϊδεύω με λεπτότητα, υπόκριση ή υπαινιγμούς
2. λέω κάτι που δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις μου για να περιπαίξω κάποιον
αρχ.
1. προσποιούμαι άγνοια, υποκρίνομαι με σκοπό να αποκαλύψω το σφάλμα κάποιου
2. διηγούμαι παραλλαγμένη την πραγματικότητα.