εἰσπίπτω (AM)1. πέφτω μέσα, ρίχνομαι σε κάτι με ορμή2. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ3. εισβάλλω, επιτίθεμαιαρχ.1. εμφανίζομαι ξαφνικά2. (για πληρωμές, έσοδα) εισρέω στο ταμείο.