εισπίπτω

Greek Monolingual

εἰσπίπτω (AM)
1. πέφτω μέσα, ρίχνομαι σε κάτι με ορμή
2. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ
3. εισβάλλω, επιτίθεμαι
αρχ.
1. εμφανίζομαι ξαφνικά
2. (για πληρωμές, έσοδα) εισρέω στο ταμείο.