εκκλησιαστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκκλησιαστικός, -ή, -όν)
Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησία του Χριστού («εκκλησιαστική ιστορία, μουσική, ζωή, αγιογραφία κ.λπ.»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐκκλησιαστικά
οι υποθέσεις της Εκκλησίας, ό,τι σχετίζεται με αυτήν
3. το αρσ. ως ουσ.ἐκκλησιαστικός
ιερωμένος, κληρικός
μσν.- νεοελλ.
θεοφοβούμενος
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη συνέλευση του δήμου
II. επίρρ. εκκλησιαστικώς (AM ἐκκλησιαστικῶς)
σύμφωνα με τους κανόνες και την παράδοση της Εκκλησίας.