ἐκκλησιαστικός

English (LSJ)

ἐκκλησιαστική, ἐκκλησιαστικόν,
A of or for the ἐκκλησία, ἐκκλησιαστικός πίναξ = register of voters, D.44.35; αἱ ἐ. ψῆφοι Plu.Cor.14; τὸ ἐκκλησιαστικόν. (ἀργύριον) pay received for sitting in the ἐκκλησία at Athens and elsewhere, Sch.Ar.Eq.51 (also μισθὸς ἐκκλησιαστικός Luc.Dem.Enc.25, etc.), cf. Michel466(Iasos, iii B.C.); τὰ ἐ. IG22.1272.
II clerical, Cat.Cod.Astr.7.216, Cod.Just.1.2.17.4. Adv. ἐκκλησιαστικῶς Just.Nov.83.1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1 de la asamblea εἰς τὸν Ὀτρυνέων πίνακα τὸν ἐκκλησιαστικὸν ἐγγράφειν αὑτόν = inscribirse en la lista de los miembros de la asamblea D.44.35, αἱ ἐκκλησιαστικαὶ ψῆφοι Plu.Cor.14, μισθὸς ἐ. = paga por asistir a la asamblea en Atenas, Luc.Dem.Enc.25.
2 subst. τὸ ἐ. dieta por asistir a la asamblea, SEG 40.959.1, 6 (Yaso IV a.C.), cf. Sch.Ar.Eq.51d
p. ext. ficha, tésera distribuida a los soldados y a cambio de la cual éstos recibían su ración de trigo περὶ τὴν τοῦ σίτου δόσιν καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν τῶν διδομένων ἐπὶ τὸν σῖτον IG 22.1272.12 (III a.C.).
II crist. eclesiástico, de la Iglesia πίστις Chrys.Res.2.19, οἱ μέλλοντες γίνεσθαι ἐκκλησιαστικοί Cod.Iust.1.2.17.4, cf. Epil.Mosq.1, Aug.Ep.165.1
subst. ὁ ἐ. eclesiástico, hombre de la Iglesia τισι τῶν ἐκκλησιαστικῶν παρίστασθαι τῇ λέξει τῆς ἁγίας γραφῆς διὰ πάντων δοκεῖ = a algunos eclesiásticos les parece que hay que atenerse siempre a la letra de la Sagrada Escritura Gr.Nyss.Hom.in Cant.4.10
esp. cristiano op. pagano, Cyr.H.Catech.15.7, Didym.Gen.156.10, Hieron.Ep.129.3, op. hereje Gr.Nyss.Eun.1.220, Ref.Eun.384.14.
III adv. ἐκκλησιαστικῶς = de acuerdo con los principios de la Iglesia δικαίως καὶ ἐ. ποιοῦντες Ath.Al.Apol.Sec.89.1, op. ἀγοραίως Gr.Naz.M.35.1164C.

German (Pape)

[Seite 763] ή, όν, zur Volksversammlung gehörig; πίναξ Dem. 44, 35, auf dem die Namen der zur Teilnahme an der Volksversammlung berechtigten Bürger standen; ψῆφοι Plut. Coriol. 14; μισθός Luc. Dem. enc. 25; gew. τὸ ἐκκλησιαστικόν, Ar. Eccl. 102 Equ. 634, das Geld, welches der bei der Volksversammlung sich einfindende Athener aus der Staatskasse von den Thesmotheten ausgezahlt erhielt, früher ein, seit Ol. 96, 3 drei Obolen. Vgl. Böckh's Staatshh. I S. 245 ff. – Bei den K. S. = zur Kirche gehörig, kirchlich.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'assemblée du peuple, de l'assemblée.
Étymologie: ἐκκλησιαστής.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκλησιαστικός: относящийся к народному собранию: πίναξ ἐ. Dem. список участников народного собрания; αἱ ἐκκλησιαστικαὶ ψῆφοι Plut. голоса участников народного собрания; μισθὸς ἐ. Luc. = ἐκκλησιαστικόν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκλησιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ἐκκλησίαν Δημ. 1091. 6· αἱ ἐκκλ. ψῆφοι Πλουτ. Κοριολ. 14· ― τὸ ἐκκλησιαστικὸν (ἀργύριον) ἢ μισθὸς ἐκκλησιαστικός, μισθὸς ἐκ τοῦ δημοσίου, ὃν ἐλάμβανεν ἕκαστος Ἀθηναῖος πολίτης, ὅστις ἐκάθητο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀποζημίωσιν διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ χρόνου· κατ’ ἀρχὰς ὁ μισθὸς οὗτος συνίστατο ἐξ ἑνὸς ὀβολοῦ, ἀλλ’ ἀκολούθως (ἐν Ὀλυμπιάδι 96. 3) ηὐξήθη εἰς τρεῖς ὀβολούς, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 25, κτλ.· Βοικχ. Πολ. Οἰκ. Ἀθην. 1. 304 κἑξ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ προωρισμένος διὰ τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ· οἱ ἐκκλ., οἱ ἱερωμένοι, ὁ κλῆρος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκκλησιαστικός, -ή, -όν)
Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησία του Χριστού («εκκλησιαστική ιστορία, μουσική, ζωή, αγιογραφία κ.λπ.»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐκκλησιαστικά
οι υποθέσεις της Εκκλησίας, ό,τι σχετίζεται με αυτήν
3. το αρσ. ως ουσ.ἐκκλησιαστικός
ιερωμένος, κληρικός
μσν.- νεοελλ.
θεοφοβούμενος
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη συνέλευση του δήμου
II. επίρρ. εκκλησιαστικώς (AM ἐκκλησιαστικῶς)
σύμφωνα με τους κανόνες και την παράδοση της Εκκλησίας.

Greek Monotonic

ἐκκλησιαστικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην ἐκκλησία, σε Δημ.· τὸ ἐκκλησιαστικὸν (ἀργύριον) ο δημόσιος μισθός που ελάμβανε κάθε πολίτης που συμμετείχε στη συνεδρίαση της ἐκκλησίας, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐκκλησιαστικός, ή, όν
of or for the ἐκκλησία, Dem.:— τὸ ἐκκλησιαστικὸν [ἄργυρον] the public pay received by each citizen who sat in the ἐκκλησία, Luc.