εκκοπή
Greek Monolingual
η (AM ἐκκοπή)
εκβολή, αποκοπή
αρχ.-μσν.
φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» — κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ.
μσν.
σφαγή
αρχ.
1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα
2. αποκοπή πλευρών
3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα
4. απόξεση
5. αφαίρεση ακίδας βέλους από το σώμα με τομή
6. ισοπέδωση εδάφους
7. χάραγμα με μαχαίρι.