εκμαγείο

Greek Monolingual

το (AM ἐκμαγεῖον)
1. το αρνητικό αποτύπωμα μορφής ή σχήματος πάνω σε εύπλαστο υλικό
2. το αποτύπωμα, το πανομοιότυπο ομοίωμα μορφής ή σχήματος που κατασκευάζεται με τη βοήθεια τύπου ή καλουπιού
3. το πρόπλασμα σε εύπλαστο συνήθως υλικό
αρχ.
1. χειρόμακτρο, πετσέτα
2. κομπρέσα
3. η εύπλαστη ύλη που χρησιμοποιείται για την κατασκευή εκμαγείων
4. η εντύπωση, η εικόνα που αποτυπώνεται στον νου
5. ιατρ. ύφασμα ή άλλο υλικό με το οποίο καθαρίζεται τραύμα.