εκπνέω

Greek Monolingual

(AM ἐκπνέω, Α και ἐκπνείω)
1. (για έμβια) βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα
2. παραδίδω το πνεύμα μου, πεθαίνω
νεοελλ.
(για χρόνο) εξαντλούμαι, τελειώνω
αρχ.
1. (για τον εισπνεόμενο αέρα) βγαίνω έξω πνέοντας
2. φυσώ σαν πνοή
3. εκστομίζω
4. (για δρομέα) μού κόβεται η ανάσα
5. (για άνεμο) κοπάζω, πέφτω
6. ηρεμώ, ξεθυμαίνω
7. (για άνεμο) πνέω από ένα σημείο
8. ξεσπώ με δύναμη.