εμετικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμετικός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί εμετό («εμετικό φάρμακο»)
νεοελλ.
1. αηδιαστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το εμετικό
φάρμακο που φέρνει εμετό
αρχ.
1. αυτός που έχει την τάση για έμετο
2. αυτός που παίρνει φάρμακο για έμετο (όπως οι Ρωμαίοι γαστρίμαργοι)
3. (για δίαιτα) αυτή κατά την οποία γίνεται χρήση εμετικού.