εμπειρικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμπειρικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις με την πείρα, έμπειρος, πεπειραμένος
2. (κυρίως για γιατρό) εκείνος που έχει πρακτικές γνώσεις και εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους χωρίς να διαθέτει επιστημονική συγκρότηση
νεοελλ.
1. (για τύπους, κανόνες κ.λπ. της φυσικής και της χημείας) αυτός που βασίζεται αποκλειστικά σε πειραματικά δεδομένα και όχι στη θεωρία
2. φρ. «εμπειρικός τύπος» — ο χημικός τύπος που παριστάνει το είδος τών ατόμων και την αριθμητική σχέση μεταξύ τους (χωρίς να παριστά και τον ακριβή αριθμό τών ατόμων)
3. φρ. «Εμπειρική Σχολή»
α) η φιλοσοφική σχολή που δέχεται την εμπειριοκρατία
β) η Σχολή τών γιατρών από το 2ο μ.Χ. αιώνα που απέρριπταν την επιστημονική διάγνωση
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἐμπειρική
η πρακτική γνώση.