ενάρετος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνάρετος, -η, -ο ν)
αυτός που ζει ή γίνεται με αρετή, χρηστός, ηθικός («ἔνδοξον καὶ ἐνάρετον ἀρχήν», Ηρωδιαν.)
αρχ.
1. γενναίος, ανδρείος
2. παραγωγικός, εύφορος.
επίρρ...
εναρέτως, -α
1. με τρόπο ενάρετο, χρηστώς, ηθικώς
2. γενναίως, ανδρείως.