εναπολείπω
Greek Monolingual
(AM ἐναπολείπω)
αφήνω μέσα σε κάτι, καταλείπω, αφήνω, εναποθέτω
μσν.
μέσ. ἐναπολείπομαι
1. υπολείπομαι, εναπομένω
2. μτφ. επιζώ.
(AM ἐναπολείπω)
αφήνω μέσα σε κάτι, καταλείπω, αφήνω, εναποθέτω
μσν.
μέσ. ἐναπολείπομαι
1. υπολείπομαι, εναπομένω
2. μτφ. επιζώ.