ενθλώ

Greek Monolingual

(Α ἐνθλῶ, -άω και ιων. τ. ἐνθλάω) θλω
κοιλαίνω κάτι πιέζοντας το προς τα μέσα, ενθλίβω, ζουλώ
αρχ.
εγχαράσσω, αποτυπώνω πάνω σε νόμισμα.