ενοχλώ

Greek Monolingual

(AM ἐνοχλῶ, -έω) οχλώ
προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου
μσν.- νεοελλ.
πειράζω, θίγω
μσν.
βασανίζω
αρχ.
γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός.