εντεύθεν

Greek Monolingual

(AM ἐντεῦθεν, Α και ιων. τ. ένθευτεν)
επίρρ.
1. (για τόπο) από 'δω ή από 'κει («καταπλώσας γάρ... ἐπὶ Φᾱσιν ποταμόν, ἐντεῦθεν», Ηρόδ.)
2. χρον. από ένα καθορισμένο χρονικό σημείο και μετά, από τότε («κἀντεῡθεν ἄλλος ἄλλον ἐξ ἑνὸς κακοῦ ἔθραυε κἀνέπιπτε», Σοφ.)
μσν.- νεοελλ.
(ως πρόθεση με γενική) «εντεύθεν του Δουνάβεως», «η εντεύθεν τών Άλπεων Γαλατία»
αρχ.
επίρρ.
1. δηλώνει προέλευση («ἐντεῦθεν τὸν βίον ἐποιοῦν το», «ἐντεῦθεν αἱ μάχαι»)
2. αιτία («κἀντεῡθεν δόμοι νοσοῦσιν ἀνδρῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Aττ. τ. από ιων. ενθεύτεν, με μετάθεση της δασύτητας αναλογικά προς τον σχηματισμό του ενταύθα, και επίθημα -θεν (πρβλ. ένθεν)].