ενταύθα

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

(AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῦθα)
επίρρ. (για τόπο) εδώ, στο ίδιο μέρος
αρχ.-μσν.
σ' αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. εκεί
ο ιδεώδης κόσμος)
αρχ.
1. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα εδώ («μηδέ σε δαίμων ἐνταῡθα τρέψειε», Ομ. Ιλ.)
2. (με γεν. τόπ.) σ' αυτό το μέρος («ἐνταῡθα τῆς ἠπείρου», Θουκ.)
3. σ' αυτό το σημείο, σ' αυτό τον βαθμό («οὐκοῦν ἐνταῡθα που ἦμεν τοῦ λόγου», Πλάτ.)
4. τότε, εκείνο τον καιρό («φαίνονται δὲ οὐδ' ἐνταῡθα πάσῃ τῇ δυνάμει χρησάμενοι», Θουκ.)
5. πάνω σε αυτό, μετά απ' αυτό («Ἱππίεω γνώμῃ νικήσαντος... ἐνταῡθα ἤγειρον δωτίνας», Ηρόδ.)
6. σ' αυτή την περίσταση («ἐνταῡθα γὰρ δὴ καὶ κακὸς φαίνει φίλους», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττ. τ. ενταύθα, παρεκτεταμένος τ. του ένθα (πρβλ. ταύτα < τα), προήλθε από ιων. τ. ενθαύτα (με μετάθεση τών δασέων), «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση ένθα αυτά. Το επίθημα -θα οφείλεται σε αναλογική επίδραση του ένθα. Τέλος, ο ομ.-αττ. τ. ενταυθοί < ενταύθα + τοπικό επίθημα -οί.