ένθεν

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

(AM ἔνθεν)
επίρρ. (δεικτ.)
1. (για τόπο) από εκεί, απ' αυτό το μέρος («τοὺς δ' ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» — απ εδώ κι απ' εκείἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.)
β) «ἔνθεν κἀκεῖθεν» — απ' εδώ και απ' εκεί
μσν.
1. εδώ, ενταύθα, στην επίγεια ζωή («κλαύσωμεν οὖν ὀλίγον ἔνθεν, ἵνα μὴ κλαύσωμεν ἐκεῖθεν αἰωνίως βασανιζόμενοι», Εφραίμ. Σύρ.)
αρχ.
1. (δεικτ.) (για χρόνο) έπειτα, μετά («τὰ δ' ἔνθεν οὔτ' εἶδον οὔτ' ἐννέπω», Αισχ.)
2. (δεικτ.) από εκείνο το σημείο («φαῖνε δ' ἀοιδήν, ἔνθεν ἑλών», Ομ. Οδ.)
3. (αναφ.) (για τόπο) απ' όπου, απ' εκεί που («ἕζετο δ' ἐν κλισμῷ πολυδαιδάλῳ, ἔνθεν ἀνέστη», Ομ. Ιλ.)
4. στον τόπο όπου («ἄξουσιν ἔνθεν ἕξουσι τά ἐπιτήδεια», Ξεν.)
5. (για αιτία, αφορμή) απ' όπου («Ἄρει δ' ἔθυον, ἔνθεν ἔστ' ἐπώνυμος πέτρα πάγος τ' Ἄρειος», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν- + επίθημα -θεν, που δήλωνε απομάκρυνση (πρβλ. εκεί-θεν, πόθεν)].