εντυπώνω

Greek Monolingual

(AM έντυπῶ, -όω)
χαράζω, τυπώνω κάτι με πίεση, αποτυπώνω, εγχαράσσω («εἰς τὰ νομίσματα... ξιφίδια δύο ἐνετύπου», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
αποτυπώνω στο μυαλό μου, στη μνήμη μου
μσν.
(για γράμματα) γράφω
αρχ.
παθ. είμαι εξομαλυσμένος με πίεση.