ενυπάρχω

Greek Monolingual

(AM ἐνυπάρχω)
1. υπάρχω κάπου, υπάρχω μέσα σε κάτι
2. είμαι έμφυτος, συμφυής
αρχ.-μσν.
1. βρίσκομαι σε μια κατάσταση
2. (γ' πρόσ.) ἐνυπάρχει
υπάρχει κάτι μέσα σε κάποιον
3. υπάρχω πραγματικά
4. περιβάλλομαι
αρχ.
(λογ.) περιλαμβάνομαι, περιέχομαι.