(AM ἐνυπάρχω)1. υπάρχω κάπου, υπάρχω μέσα σε κάτι2. είμαι έμφυτος, συμφυήςαρχ.-μσν.1. βρίσκομαι σε μια κατάσταση2. (γ' πρόσ.) ἐνυπάρχειυπάρχει κάτι μέσα σε κάποιον3. υπάρχω πραγματικά4. περιβάλλομαιαρχ.(λογ.) περιλαμβάνομαι, περιέχομαι.