ἐξέρπω (Α) έρπω1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῦ σκίμποδος δάκνουσί μ' ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι»)2. πηγαίνω έξω3. προχωρώ μπροστά4. απέρχομαι5. παράγω, γεννώ.