εξαγγελία
Greek Monolingual
η (AM ἐξαγγελία)
νεοελλ.
αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση
μσν.
1. διατύπωση («ἀνεῖπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.)
2. εξομολόγηση
αρχ.
1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς μὲν ἄν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν», Ξεν.)
2. (για ύφος) απαγγελία, έκφραση.