εξαλλαγή

Greek Monolingual

η (AM ἐξαλλαγή) εξαλάσσω
πλήρης μεταβολή, αλλοίωση
νεοελλ.
η μετατροπή έλκους, καλοήθους όγκου κ.λπ. σε καρκίνο
αρχ.
1. μετάπτωση
«ἐξαλλαγή εἰς ἕτερον γένος»
2. ποικιλία
3. εναλλαγή («ἐξαλλαγὴ ποικίλων μαθημάτων», Ιάμβλ.).