ἐξαλλαγή

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαλλᾰγή Medium diacritics: ἐξαλλαγή Low diacritics: εξαλλαγή Capitals: ΕΞΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: exallagḗ Transliteration B: exallagē Transliteration C: eksallagi Beta Code: e)callagh/

English (LSJ)

ἡ,
A complete change, alteration, τῶν εἰωθότων νομίμων Pl. Phdr.265a; ἐξαλλαγή εἰς ἕτερον γένος Thphr. CP 4.4.5; τῶν κρεῶν ἐξαλλαγή variety, Ath.1.25e; ποικίλων μαθημάτων Iamb.Protr.21.κά.
2 ἐξαλλαγαὶ τῶν ὀνομάτων variations in the forms of nouns, Arist.Po.1458b2: generally, variation, Procl.Inst.162, 175 (pl.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1cambio, modificación gener. c. gen. τῶν εἰωθότων νομίμων Pl.Phdr.265a, ἐξαλλαγὴ ... τοῦ περιέχοντος ref. a la luna, Plu.2.935b, τῶν χρωμάτων S.E.M.7.90, τὸ παιδίον τῇ ἐξαλλαγῇ τῆς ἐσθῆτος ... ἑορτάζει Gr.Nyss.Res.249.17
alteración αἱ τοῦ αἵματος ἐξαλλαγαί en las borracheras, Hp.Flat.14, οὐδέν ... δύναμιν ἔχει τοῦ ἐξαλλαγὴν ἐργάσασθαι τῶν λόγων Plot.2.3.13.
2 diversidad, variedad τῶν κρεῶν Ath.25e, en los ritmos de la flauta y de la lira, Philostr.VS 573, ἀπὸ δὲ τῆς τῶν μετεχόντων ἐξαλλαγῆς καὶ τὰς ἐκείνων ἰδιότητας γνωρίζεσθαι Procl.Inst.162, κατὰ τὴν ἄνω τῶν πραγμάτων ἐξαλλαγὴν καὶ ἐπὶ γῆς ἐστιν ἡ φύσις la naturaleza sobre la tierra también corresponde a la variedad de los asuntos de arriba ref. a las regiones celestes Corp.Herm.Fr.26.4.
3 diferencia πᾶσα ... πρὸς αὐτὸν ἐξαλλαγή Didym.Trin.1.15.97, cf. 2.6.19.5, τῶν φύσεων ἐξαλλαγή = entre Cristo y el Padre, Leont.Byz.M.86.1557C.
II ret., gram.
1 variación en el uso o en la forma αἱ ἀποκοπαὶ καὶ ἐξαλλαγαὶ τῶν ὀνομάτων para evitar la vulgaridad, Arist.Po.1458b2, ἡ ἐξαλλαγὴ τῆς φράσεως al cambiar la posición del artículo, A.D.Synt.61.10, cf. 178.15, αἱ ... τῶν τρόπων ἐξαλλαγαί Clem.Al.Strom.6.15.129, ἐξαλλαγὴ τόνου Sch.Er.Il.5.178, cf. 12.267a, ἐν σχημάτων ἐξαλλαγαῖς Eust.1099.54, cf. 735.24.
2 carácter inusual o anómalo de una expr. ἡ μὲν ἀμετρία τῆς ἐξαλλαγῆς ἀσαφῆ ποιεῖ τὴν λέξιν αὐτοῦ D.H.Dem.10.2, οὐδὲ ... ἔστιν οὐδεὶς τόπος ὃς οὐχὶ διαπεποίκιλται ταῖς τε ἐξαλλαγαῖς καὶ τοῖς σχηματισμοῖς D.H.Dem.50.11, ἡ τῆς συνθέσεως ἐξαλλαγή D.H.Din.7.4, cf. 8.6, ἡ ἐξαλλαγὴ τῆς συνήθους χρήσεως D.H.Amm.2.3.2.
III bot.
1 cambio, mutación, transformación de plantas al pasar a ser cultivadas παντοῖαι γὰρ αἱ ἐξαλλαγαὶ καὶ τούτων Thphr.HP 2.2.11, cf. CP 4.4.13, ἡ ἐξαλλαγὴ ἔοικεν ὥσπερ ἐξάνθησίς τι Thphr.CP 6.15.2, ἐξαλλαγὴ εἰς ἕτερον γένος Thphr.CP 4.4.5, c. gen. ἐλαχίστη γὰρ ἡ ἐξαλλαγὴ τῶν ὁμογενῶν (δένδρων) pues la transformación entre árboles de la misma clase es mínima en el injerto, Thphr.CP 1.6.5.
2 cambio, mudanza, trasplante ἐξαλλαγὴ χώρας Thphr.HP 2.2.10.
IV 1gradación, grado ἐν ταῖς τῶν ἐνεργειῶν ἐξαλλαγαῖς Procl.Inst.175.
2 astrol. paso, sucesión αἱ ἑκάστης ἡμέρας ἐξαλλαγαί regidos por los astros, Vett.Val.366.33.
V 1intercambio διὰ δώρων ἐξαλλαγήν Const.App.2.42.1.
2 dádiva, regalo ἑορτικαὶ ἐξαλλαγαί PPalau Rib.23.6, PVatic.Aphrod.1.36 (ambos VI d.C.), PKöln 104.13 (VI/VII d.C.).

German (Pape)

[Seite 866] ἡ, Umänderung, Veränderung; ὑπὸ θείας ἐξαλλαγῆς τῶν εἰωθότων νομίμων, die Entfernung von dem Gewohnheitsrecht, Plat. Phaedr. 265 a; ὀνομάτων, ungewöhnliche Formen der Wörter, Arist. poet. 22 u. Sp., wie Ath. I, 25 d.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
changement, abandon (de coutumes, de lois) ; ὀνομάτων changement dans la forme ou dans l'usage des mots.
Étymologie: ἐξαλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαλλᾰγή:
1 отступление, отклонение (τῶν εἰωθότων νομίμων Plat.);
2 изменение (ἐξαλλαγαὶ τῶν ὀνομάτων Arst.): ἐξαλλαγὴν λαμβάνειν Plut. претерпевать изменение.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαλλᾰγή: ἡ, ἐντελὴς ἀλλαγή, μεταβολή, ἀλλοίωσις, τῶν εἰωθότων νομίμων Πλάτ. Φαῖδρ. 265Α· ἐξαλλαγὴ εἰς ἕτερον γένος, μετάπτωσις, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 5· τῶν κρεῶν ἐξαλλαγή, ποικιλία, Ἀθήν. 25Ε. 2) ἐξαλλαγαὶ τῶν ὀνομάτων, ποικιλίαι ἐν τῇ χρήσει τῶν ὀνομάτων, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 8· διαφορά, τινὸς πρός τινα Διδ. Ἀλ. 549Α· πρβλ. ἐξαλλάσσω Ι. 2.

Greek Monolingual

η (AM ἐξαλλαγή) εξαλάσσω
πλήρης μεταβολή, αλλοίωση
νεοελλ.
η μετατροπή έλκους, καλοήθους όγκου κ.λπ. σε καρκίνο
αρχ.
1. μετάπτωση
«ἐξαλλαγή εἰς ἕτερον γένος»
2. ποικιλία
3. εναλλαγή («ἐξαλλαγὴ ποικίλων μαθημάτων», Ιάμβλ.).

Greek Monotonic

ἐξαλλᾰγή: ἡ, πλήρης, ολοκληρωμένη αλλαγή, μεταβολή, τροποποίηση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐξαλλᾰγή, ἡ, n
a complete change, alteration, Plat. [from ἐξαλλάσσω