ἐξαπατύλλω (Α)υποκορ. τ. του εξαπατώ, σε κωμ. ποιητ.ενεργώ ή φέρομαι κάπως απατηλά σε κάποιον, εξαπατώ λίγο, ξεγελώ κατά κάποιον τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ - απατώ + περισταλτική κατάλ. -ύλλω].