ἐξαπατύλλω

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰπατύλλω Medium diacritics: ἐξαπατύλλω Low diacritics: εξαπατύλλω Capitals: ΕΞΑΠΑΤΥΛΛΩ
Transliteration A: exapatýllō Transliteration B: exapatyllō Transliteration C: eksapatyllo Beta Code: e)capatu/llw

English (LSJ)

Com. Dim. of ἐξαπατάω, cheat a little, humbug, Ar.Ach.657,Eq.1144.

Spanish (DGE)

(ἐξαπᾰτύλλω)
embaucar, engatusar c. ac. de pers. κἄμ' ἐξαπατύλλειν Ar.Eq.1144, abs., Ar.Ach.657.

German (Pape)

[Seite 870] ein wenig betrügen, Ar. Ach. 657 Equ. 1144.

French (Bailly abrégé)

tromper un peu.
Étymologie: ἐξ, dim. comique de ἀπατάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰπᾰτύλλω: шутл. чуть-чуть обманывать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰπᾰτύλλω: Κωμ. ὑποκορ. τοῦ ἐξαπατάω, ἀπατῶ τρόπον τινά. Ἀριστοφ. Ἀχ. 657, Ἱππ. 1144.

Greek Monolingual

ἐξαπατύλλω (Α)
υποκορ. τ. του εξαπατώ, σε κωμ. ποιητ.
ενεργώ ή φέρομαι κάπως απατηλά σε κάποιον, εξαπατώ λίγο, ξεγελώ κατά κάποιον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ - απατώ + περισταλτική κατάλ. -ύλλω].

Greek Monotonic

ἐξᾰπᾰτύλλω: κωμ. υποκορ. του ἐξαπατάω, εξαπατώ λίγο, κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[Comic Dim. of ἐξαπατάω
to cheat a little, humbug, Ar.