και ξαρχής (AM ἐξ ἀρχῆς, Μ και [ἐ]ξαρχῆς)
επίρρ. από την αρχή
μσν.
1. ανέκαθεν («ἐξαρχῆς πιστὸς εἰς τὸν δεσπότην», Χρον. Τόκκ.)
2. (με την πρόθ. ὡς) «ὡς ἐξαρχής» — κατά γενικό κανόνα («καίπερ εἰπεῖν ὡς ἐξαρχῆς ό φθόνος οὐκ ἐκλείπει εὶς βασιλεῖς», Διήγ. Βελισ.).