εξορμώ
Greek Monolingual
(I)
(AM ἐξορμῶ, -άω) ορμώ
1. βγαίνω ορμητικά, ξεκινώ με ορμή
2. επιτίθεμαι ορμητικά εναντίον κάποιου
νεοελλ.
επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι
αρχ.
1. στέλνω στον πόλεμο
2. παροτρύνω, ενθαρρύνω
3. κινώ προς τα έξω
4. μέσ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι
5. παθ. (για βέλος) ρίχνομαι, τινάζομαι
6. ξεσπώ ξαφνικά.
(II)
ἐξορμῶ, -έω (Α)
1. βρίσκομαι ή πλέω έξω από το λιμάνι
2. φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορμέω, -ώ (< όρμος) «είμαι αγκυροβολημένος»].