(Α ἐποστρακίζω)νεοελλ.(για βλήματα) προσκρούω κάπου και αναπηδώ αλλάζοντας διεύθυνσηαρχ.ρίχνω όστρακα ή βότσαλα στην επιφάνεια της θάλασσας ώστε να αναπηδούν, «κάνω πιατάκια, παξιμαδάκια».[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οστρακίζω (< όστρακο)].