-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται στην εξοχή («εξοχικό σπίτι»)
2. αυτός που γίνεται στην εξοχή («εξοχικό γλέντι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξοχικό
α) σπίτι στην εξοχή (συνήθως δεύτερη κατοικία)
β) φαγητό ή ποικιλία φαγητού που συνηθίζεται σε εστιατόρια της εξοχής.