εξώθηση
Greek Monolingual
η (AM ἐξώθησις)
ώθηση προς τα έξω
νεοελλ.
1. παρόρμηση, παρακίνηση («εξώθηση σε απείθεια»)
2. το τελικό στάδιο του τοκετού μετά τη συμπλήρωση της διαστολής κατά το οποίο το έμβρυο ωθείται προς τα έξω
μσν.
αποβολή, αποσιώπηση γράμματος.